καταθαρσώ

καταθαρσώ
καταθαρσῶ, -έω (AM, Α και αττ. τ. καταθαρρῶ)
μσν.
δίνω θάρρος
αρχ.
1. έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη
2. κάνω κάποιον τολμηρό
3. φέρομαι τολμηρά και θαρραλέα εναντίον κάποιου
4. παθ. καταθαρσοῡμαι, -έομαι
(για έγγραφο) έχω βεβαίωση, κύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + θαρσῶ «ενθαρρύνω» (< θάρσος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”